had fun - translation to ολλανδικά
Diclib.com
Λεξικό ChatGPT
Εισάγετε μια λέξη ή φράση σε οποιαδήποτε γλώσσα 👆
Γλώσσα:

Μετάφραση και ανάλυση λέξεων από την τεχνητή νοημοσύνη ChatGPT

Σε αυτήν τη σελίδα μπορείτε να λάβετε μια λεπτομερή ανάλυση μιας λέξης ή μιας φράσης, η οποία δημιουργήθηκε χρησιμοποιώντας το ChatGPT, την καλύτερη τεχνολογία τεχνητής νοημοσύνης μέχρι σήμερα:

  • πώς χρησιμοποιείται η λέξη
  • συχνότητα χρήσης
  • χρησιμοποιείται πιο συχνά στον προφορικό ή γραπτό λόγο
  • επιλογές μετάφρασης λέξεων
  • παραδείγματα χρήσης (πολλές φράσεις με μετάφραση)
  • ετυμολογία

had fun - translation to ολλανδικά

ENJOYMENT OF PLEASURE
Having fun; Having Fun; Have fun; Had fun; Has fun; Fuun
  • [[World War II]] era employment poster about the importance of fun
  • Children having fun playing with [[snow]]
  • Surfers]] enjoying their sport

had fun         
pret gehad
have fun         
een plezierige tijd hebben
for fun         
1993 FILM BY NING YING
For Fun; Zhao Le; Zhaole
voor de pret

Ορισμός

Fun
·noun Sport; merriment; frolicsome amusement.

Βικιπαίδεια

Fun

Fun is defined by the Oxford English Dictionary as "Light-hearted pleasure, enjoyment, or amusement; boisterous joviality or merrymaking; entertainment".

Παραδείγματα από το σώμα κειμένου για had fun
1. It was original and they, as well as their guests, clearly had fun doing it.
2. He had fun every day of his life," Pleshette said after Poston died in April 2007.
3. The press had fun with the story for a while and forgot about it.
4. Undaunted by the interrupted night‘s sleep, McArthur told ground controllers he and Williams had fun nonetheless.
5. The young people had fun, the veteran residents complained, and more businesses opened.